αστάθμευτος

αστάθμευτος
ἀστάθμευτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει σταθμεύσει κάπου ή δεν έχει σταματήσει για ανάπαυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστάθμευτος, -η — ο αυτός που δε στάθμευσε: Από την Αθήνα στη Λάρισα πήγαμε αστάθμευτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσταθμεύτους — ἀστάθμευτος not encamped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”